φαιός, -ή — και ά, ό 1. αυτός που έχει χρώμα μεταξύ άσπρου και μαύρου, σκούρος, μουντός. 2. τεφρός, σταχτής, γκρίζος: Φαιά μαλλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαιός — grey masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιός — ά, ό / φαιός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ή Ν 1. (ιδίως για το χρώμα τού λυκαυγούς ή τού λυκόφωτος) αυτός που έχει χρώμα μεταξύ λευκού και μαύρου, σκούρος, μουντός 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Φαιά μυθ. αγριόχοιρος που λυμαινόταν την περιοχή τού… … Dictionary of Greek
φαιά — φαιός grey neut nom/voc/acc pl φαιά̱ , φαιός grey fem nom/voc/acc dual φαιά̱ , φαιός grey fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιότερον — φαιός grey adverbial comp φαιός grey masc acc comp sg φαιός grey neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιῶν — φαιός grey fem gen pl φαιός grey masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιόν — φαιός grey masc acc sg φαιός grey neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιαῖς — φαιός grey fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιαί — φαιός grey fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιοτέρου — φαιός grey masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιοῖς — φαιός grey masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)